ιταλόφιλος

ιταλόφιλος
-η, -ο
αυτός που αγαπά τους Ιταλούς, που πάει με το μέρος τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιταλόφιλος — η, ο ο φίλος τής Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανό φιλος, ειρηνό φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • ιταλοφιλία — η [ιταλόφιλος] η φιλία, η αγάπη προς τους Ιταλούς ή την Ιταλία …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • ιταλομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά την Ιταλία και τους Ιταλούς, ιταλόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”